παρακινηματικός

παρακινηματικός
παρακῑν-ηματικός, ή, όν,
A exciting,

π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακινηματικός — ή, όν, Α [παρακίνημα, ατος] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός …   Dictionary of Greek

  • παρακινηματικόν — παρακινηματικός exciting masc acc sg παρακινηματικός exciting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”